Μια συζήτηση που δεν έγινε ποτέ οδηγεί τις κυβερνήσεις σε διαρκείς αλλαγές-πειραματισμούς στο εκπαιδευτικό σύστημα και κάνει τις φωνές διαμαρτυρίας να πολλαπλασιάζονται. Αποτέλεσμα: όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν
Οι αποφάσεις για το τι θα διδαχθούν οι μαθητές, εάν και τι θα σπουδάσουν, παίρνονται πριν απ’ αυτούς, γι’ αυτούς και ερήμην τους Διαμαρτύρονται οι καθηγητές των Αγγλικών για την υποβάθμιση του μαθήματός τους. Ομοια διαμαρτύρονται οι καθηγητές της Πληροφορικής, της Αισθητικής Αγωγής και της Τεχνολογίας. Εχουν δίκιο; Πιθανόν ναι, πιθανόν όχι. Εξαρτάται για ποιο σχολείο μιλάμε. Κι εδώ ακριβώς προκύπτει το πρόβλημα: βρισκόμαστε προ των πυλών ακόμη μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, χωρίς να έχουμε αποφασίσει για το πιο σημαντικό: τι σχολείο θέλουμε και τι θέλουμε να γνωρίζουν οι μαθητές ολοκληρώνοντας τη φοίτησή τους στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Θέλουμε ένα σχολείο που να μαθαίνει στους μαθητές γνώσεις γενικής παιδείας; Θέλουμε ένα σχολείο που να ανακαλύπτει και να καλλιεργεί τα ταλέντα των μαθητών του; Θέλουμε ένα σχολείο που να δίνει επαγγελματικά εφόδια και να παράγει πολίτες έτοιμους για δουλειά; Θέλουμε ένα σχολείο που να συμβάλλει στην οικονομική ανόρθωση της χώρας;
Κανείς δεν ξέρει τι σχολείο θέλουμε να φτιάξουμε και τι είδους μαθητές θέλουμε να έχει αυτό, γιατί κανείς (από αυτούς που αποφασίζουν) ποτέ δεν ασχολήθηκε με το θέμα, που, δυστυχώς για εμάς, είναι ευρύτερο του σχολείου. Για να γνωρίζεις τι σχολείο θέλεις να φτιάξεις πρέπει να γνωρίζεις τι κοινωνία θέλεις να φτιάξεις και, προφανώς, τι οικονομία. Αν, για παράδειγμα, θέλεις να στρέψεις την οικονομία προς τον τουρισμό, πιστεύοντας ότι αυτό είναι το μέλλον της χώρας μας, τότε έχουν δίκιο οι καθηγητές των Αγγλικών, αφού το μάθημά τους θα πρέπει να γίνει ένα από τα σημαντικότερα. Αν θέλεις να φτιάξεις ένα σχολείο που να ανακαλύπτει και να καλλιεργεί τα ταλέντα των μαθητών του, τότε έχουν δίκιο οι καθηγητές της Αισθητικής Αγωγής για την υποβάθμιση του μαθήματός τους. Αν, πάλι, θέλεις να κάνεις την Ελλάδα μια χώρα δυνατή στο software, που, όπως έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία μας και δεν απαιτεί μεγάλες επενδύσεις, τότε έχουν δίκιο οι καθηγητές της Πληροφορικής που διαμαρτύρονται για τον εξοβελισμό του μαθήματός τους από τα σχολεία.
Για να αποφασίσουμε, λοιπόν, αν έχουν δίκιο οι διαμαρτυρόμενοι, πρέπει να γνωρίζουμε τι σχολείο θέλουμε και ποια οικονομία και κοινωνία οραματιζόμαστε. Μια συζήτηση επ’ αυτού ποτέ δεν έγινε και μάλλον δεν πρόκειται να γίνει. Αντ’ αυτού έχουμε μεγαλόστομες δηλώσεις για το νέο σχολείο, που είναι ίδιο με το παλιό, από τη μια μεριά, και φωνές διαμαρτυρίας για τη διάλυση του σχολείου με την υποβάθμιση κάποιων ειδικοτήτων.
Η Φινλανδία, αγαπημένη χώρα κάποιων υπουργών Παιδείας λόγω των επιτυχιών της στο διαγωνισμό PISA, όταν αποφάσισε να αλλάξει το εκπαιδευτικό της σύστημα, πρώτα σχεδίασε και μετά προχώρησε στην υλοποίηση, που κράτησε περίπου 15 χρόνια. Στην Ελλάδα η υλοποίηση της νέας μεταρρύθμισης θα χρειαστεί 15 μέρες: από το τέλος Αυγούστου, που θα ψηφιστεί το σχέδιο νόμου για το νέο Λύκειο, μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου, που θα ξεκινήσουν τα σχολεία και θα αρχίσει η εφαρμογή του από την Α’ Λυκείου, που τον προσεχή Ιούνιο θα δώσει εξετάσεις οι οποίες θα μετρήσουν για την εισαγωγή στις ανώτατες σχολές.
Η πρόσβαση στα πανεπιστήμια
Μία στενωπός έχει δημιουργηθεί εδώ και δεκαετίες στην εισαγωγή των αποφοίτων Λυκείου στην ανώτατη εκπαίδευση. Πολλοί ολοκληρώνουν το Λύκειο και λιγότεροι εισάγονται στις ανώτατες σχολές.
Οι αιτίες πολλές: η διαχρονική επιθυμία της ελληνικής οικογένειας να σπουδάσουν τα παιδιά της, ως μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανόδου, η μόνιμη απαξίωση της τεχνικής εκπαίδευσης και η αντιμετώπιση των τεχνικών ως μουντζούρηδων κατέστησαν τις σπουδές όνειρο χιλιάδων γονιών και μαθητών. Τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία για σπουδές, που παλαιότερα (στην προ Internet εποχή) τους εισακτέους στις ανώτατες σχολές ανακοίνωνε το κρατικό ραδιόφωνο, απαγγέλλοντας ένα ένα τα ονόματα των επιτυχόντων. Με τόσο μεγάλο ενδιαφέρον από τις οικογένειες, το σύστημα εισαγωγής, που κρίνει ποιοι τελικά θα περάσουν, είναι λογικό να συγκεντρώνει μεγάλο ενδιαφέρον.
Αυτό αντιλαμβάνονται πολλοί υπουργοί Παιδείας και προσπαθούν να επιδείξουν «έργο» αλλάζοντας το σύστημα εισαγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι αρχίζουν τις μεταρρυθμίσεις τους από το Λύκειο, ενώ ταυτόχρονα δηλώνουν ότι η παρέμβασή τους αφορά όλη την εκπαίδευση.
Είναι προφανές ότι αν η παρέμβασή τους αφορούσε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, θα απαιτούνταν 15 χρόνια για την εφαρμογή της, όπως στη Φινλανδία. Για να χωρέσει, όμως, όλη η μεταρρύθμιση σε μία θητεία, ξεκινούν πάντα από το Λύκειο.
Οι καθοριστικοί παράγοντες
Δύο είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχία ενός συστήματος πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση: η δυσκολία επιτυχίας και η δικαιοσύνη. Η δυσκολία του συστήματος εισαγωγής αφορά το ποσοστό που καθορίζεται από τον αριθμό των προσφερόμενων θέσεων στα ΑΕΙ (θέσεις εισακτέων) προς τον αριθμό των υποψηφίων. Με τη διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης, που έγινε επί υπουργίας Αρσένη, αυξήθηκε πολύ ο αριθμός των εισακτέων στην ανώτατη εκπαίδευση και φτάσαμε στο σημείο να συνεχίζουν τις σπουδές τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι Λυκείου. Φέτος έχουμε 80.958 υποψηφίους που διεκδικούν 64.000 θέσεις, με ποσοστό επιτυχίας 79% για την κατηγορία των υποψηφίων του 90% (υποψήφιοι Γενικού Λυκείου που δίνουν πανελλήνιες).
Η δικαιοσύνη του συστήματος εισαγωγής έχει να κάνει με το αν περνούν τελικά οι καλύτεροι, αφού, όπως είδαμε, δεν περνούν όλοι. Εδώ αρχίζει η συζήτηση για τον αριθμό των εξεταζόμενων μαθημάτων, την κατανομή των σχολών σε ομάδες που μπορεί να λέγονται πεδία ή δέσμες ή όπως αλλιώς θέλουμε, που είναι φυσικά τεχνικής φύσεως. Ολα αυτά, φυσικά, δεν έχουν καμία σχέση με την εκπαίδευση, παρά μόνο με το σύστημα επιλογής αυτών που θα συνεχίσουν τις σπουδές τους στην ανώτατη εκπαίδευση. Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που πρόσφατα ανακοινώθηκε δεν λέει παρά γενικότητες για τον τρόπο εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση, αφού ούτε τον τρόπο υπολογισμού των μορίων αναφέρει αναλυτικά, ώστε να καταλάβουμε πόσο ακριβώς θα μετράει η βαθμολογία των τριών τάξεων του Λυκείου στην εισαγωγή, ούτε τις σχολές που αντιστοιχούν σε κάθε ομάδα μαθημάτων προσανατολισμού καθορίζει.
Αυτά που ξέχασαν
Δεν ασχολείται, όμως, πέραν των τεχνικής φύσεως ζητημάτων, και με δύο σημαντικά θέματα, που φαίνεται ότι δεν έχουν αντιληφθεί τη σημασία τους στο υπουργείο και δεν κάνουν τίποτα για να τα αντιμετωπίσουν. Το πρώτο έχει να κάνει με το πόσοι υποψήφιοι σπουδάζουν αυτό που επιθυμούν ή βρίσκονται σε μια άλλη σχολή… από σπόντα. Στον πίνακα βλέπουμε ότι το έτος 2012 πέτυχε στη σχολή της πρώτης επιλογής του μόνο το 12,78% των υποψηφίων και στη σχολή της δεύτερης επιλογής του το 8,07%. Συνολικά, δηλαδή, μόνο ένας στους πέντε φοιτητές πετυχαίνει σε μία από τις δύο πρώτες σχολές που δηλώνει. Αυτό δημιουργεί δυσαρεστημένους φοιτητές, που κόπιασαν για να εισαχθούν σε μια σχολή που δεν επέλεξαν. Αμεση συνέπεια, το μεγάλο φαινόμενο της εγκατάλειψης των σπουδών, που έχει καθιερωθεί να λέγεται «φαινόμενο των αιώνιων φοιτητών».
Το δεύτερο θέμα που δεν αγγίζεται από το νομοσχέδιο είναι το ζήτημα της οριζόντιας μετακίνησης των υποψηφίων από μια σχολή σε άλλη. Αν, για παράδειγμα, ένας υποψήφιος εισαχθεί σε μια σχολή του Πολυτεχνείου και διαπιστώσει στο πρώτο έτος ότι έκανε λάθος επιλογή και προτιμά τελικά να σπουδάσει Ιατρική. Ποια δυνατότητα του δίνεται να μετακινηθεί από τη μία σχολή στην άλλη; Με το ισχύον σύστημα έχει τη δυνατότητα να μετακινηθεί σε άλλη σχολή υπό προϋποθέσεις, μέσω της κατηγορίας του 10%, των υποψηφίων δηλαδή που καταθέτουν μηχανογραφικό χωρίς να εξεταστούν ξανά στις πανελλαδικές εξετάσεις. Με το νέο σύστημα δεν αντιμετωπίζεται καθόλου το θέμα της οριζόντιας μετακίνησης, και μοναδική δυνατότητα που δίνεται στο φοιτητή που μετάνιωσε για τις επιλογές του είναι η εκ νέου συμμετοχή στις εισαγωγικές εξετάσεις.
Τόσα χρόνια έχουμε ένα σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που δεν εξυπηρετεί κανέναν. Ούτε τους υποψηφίους, που τελικά σπουδάζουν κάτι άλλο από αυτό που επέλεξαν, ούτε τις οικογένειές τους, που αναγκάζονται να πληρώσουν για την εσωτερική μετανάστευση των παιδιών τους για να σπουδάσουν σε άλλη πόλη, ούτε τα πανεπιστήμια, που δεν έχουν λόγο στην επιλογή των φοιτητών, ούτε την οικονομία, αφού παράγονται πτυχιούχοι σε τομείς που έχουν υπερκορεσμό, όπως οι θεολόγοι. Δυστυχώς, το νέο Λύκειο δεν μας δίνει ούτε ένα νέο σχολείο (παρά τα λεγόμενα) ούτε ένα σύστημα πρόσβασης που θα έλυνε κάποια από τα προβλήματα που έχουν ήδη δημιουργηθεί.
Του ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
Αφήστε απάντηση.