Όταν γίνονταν οι ψηφοφορίες στην προηγούμενη Βουλή για το ποια άρθρα του Συντάγματος θα αναθεωρηθούν το άρθρο 16, που απαγορεύει την ίδρυση Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, κρίθηκε μη αναθεωρητέο. Είχαν δηλώσει τότε από τη Νέα Δημοκρατία ότι θα υπάρξει ρύθμιση bypass για τη λειτουργία των Κολλεγίων, προκειμένου να παρακαμφθεί το Συνταγματικό κώλυμα. Το άρθρο 50 του νομοσχεδίου που ψηφίζεται στη Βουλή περιλαμβάνει αυτό το bypass για την Εκπαίδευση. Το άρθρο αναφέρει ότι για να διεκδικήσει κάποιος θέση εκπαιδευτικού στη δημόσια εκπαίδευση μπορεί να χρησιμοποιήσει πτυχίο ή μεταπτυχιακό ή διδακτορικό που έχει αποκτηθεί και από Ελληνικό Κολλέγιο που συνεργάζεται με Πανεπιστήμιο του εξωτερικού.

Η ρύθμιση ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από όλο το φάσμα της Εκπαίδευσης. Δάσκαλοι, καθηγητές και πανεπιστημιακοί ξεσηκώθηκαν. Τα επιχειρήματά τους είναι ότι οι πτυχιούχοι των κολλεγίων έχουν, συνήθως, τριετούς φοίτησης πτυχία, που δεν είναι ισότιμα με τα τετραετούς φοίτησης που χορηγούν τα Ελληνικά Πανεπιστήμια, τα κολλέγια δεν αξιολογούνται από την ΑΔΙΠ, όπως τα Πανεπιστήμια και άλλα.

Αυτή η ρύθμιση είναι κατά πολύ χειρότερη από τη λειτουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Αν τα Κολλέγια ήταν Ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα χορηγούσαν δικά τους πτυχία και θα ελέγχονταν από την ΑΔΙΠ ως προς την ποιότητά τους. Τώρα ελέγχεται μόνο το πρόγραμμα σπουδών που παρέχει το μητρικό Πανεπιστήμιο και όχι η εφαρμογή του στην Ελλάδα. Έτσι υπάρχει μία άναρχη κατάσταση, που δεν επιτρέπει σε όσους θέλουν να προσφέρουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση να ξεχωρίσουν από αυτούς που απλά παρέχουν πτυχία.

Όλα αυτά ξεκίνησαν με την προκήρυξη για μόνιμους διορισμούς στη γενική εκπαίδευση, για πρώτη φορά σχεδόν μετά από 10 χρόνια. Πώς γίνονται οι διορισμοί; Δύο είναι τα κριτήρια: το πτυχίο και η προϋπηρεσία. Το πτυχίο δεν είναι πια συγκρίσιμο μέγεθος, αφού στη διαδικασία μπαίνουν και οι απόφοιτοι των κολλεγίων, με πτυχία διαφορετικά από τα πτυχία των Ελληνικών Πανεπιστημίων.

Η προϋπηρεσία δεν αποτελεί κριτήριο ικανότητας, αλλά αποτελεί την έκφραση ευγνωμοσύνης της πολιτείας στους χιλιάδες αναπληρωτές που, πάνω από μία δεκαετία τώρα, τρέχουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας για να καταφέρουν να λειτουργήσουν τα σχολεία μας. Πρόσφατα είχαμε και δύο νεκρούς καθηγητές σε τροχαίο ατύχημα. Τόσο δύσκολα είναι γι’ αυτούς τα πράγματα. Θεωρώ, λοιπόν, αυτονόητο ότι η προϋπηρεσία, όπως έχουν τα πράγματα, πρέπει να παίζει σημαντικό ρόλο στη μόνιμη πρόσληψη. Αν δεν είχαμε ταλαιπωρήσει τους αναπληρωτές τόσα χρόνια πιστεύω ότι η προϋπηρεσία δεν θα έπρεπε να μετράει σχεδόν καθόλου γιατί από μόνη της δεν αποτελεί κριτήριο ικανότητας. Όπως έχουν, όμως, οι συνθήκες τώρα πρέπει να αποτελεί σημαντικό κριτήριο διορισμού.

Ο αριθμός των εκπαιδευτικών που θέλουν να διοριστούν είναι εξαιρετικά μεγάλος. Πριν δύο χρόνια έκαναν αίτηση για να διοριστούν ως αναπληρωτές 20.000 φιλόλογοι εκ των οποίων διορίστηκαν μόλις 2.000. Η κ. Κεραμέως δήλωσε ότι περιμένουν μέχρι και 150.000 αιτήσεις υποψηφίων για διορισμό. Προκύπτει, λοιπόν, πολύ σοβαρό θέμα επιλογής. Πώς θα ξεχωρίσουν από τους δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικούς κάθε ειδικότητας οι λίγοι που θα διοριστούν; Μιλάμε για αναλογίες κοντά στο 1:30, δηλαδή για πολύ δύσκολη επιλογή, γιατί οι ικανοί δεν είναι όσοι οι προσφερόμενες θέσεις. Είναι πολύ περισσότεροι. Συνεπώς θα αποκλειστούν πολλοί ικανοί εκπαιδευτικοί, απλά γιατί δεν ”χωράνε”.

Πιστεύω ότι ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ, που διεξαγόταν από το 1998 μέχρι το 2008, πρέπει να επανέλθει και να αποτελεί μαζί με την προϋπηρεσία τα δύο μοναδικά κριτήρια για την πρόσληψη. Δεν είναι δυνατό να γίνει επιλογή τόσων λίγων μεταξύ τόσων πολλών υποψηφίων χωρίς διαγωνισμό. Ο διαγωνισμός δεν είναι πανάκεια. Έχω δει εκπαιδευτικούς που πέτυχαν σε παλαιότερο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ να μη μπορούν να σταθούν στην τάξη. Υπάρχουν, όμως, πολλά περιθώρια βελτίωσης, αλλά δεν μπορεί να γίνει χωρίς διαγωνισμό. Με την επαναφορά του διαγωνισμού θα επανέλθει και το ενδιαφέρον των υποψηφίων για καλές σπουδές που θα αυξάνουν την πιθανότητα διορισμού. Γιατί η συμμετοχή στον διαγωνισμό δημιουργεί την ανάγκη στον διαγωνιζόμενο να βελτιωθεί για να καταφέρει να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό. Η μη ύπαρξη διαγωνισμού και η επιλογή με αντικειμενικά κριτήρια δημιουργεί το φαινόμενο, που κυριαρχεί στο ελληνικό δημόσιο, της συλλογής πτυχίων, προπτυχιακών, μεταπτυχιακών ή και διδακτορικών, για να ξεχωρίσει ο υποψήφιος και να έχει πλεονέκτημα. Αντί να κάνουμε τους υποψηφίους προς διορισμό κυνηγούς πτυχίων ας τους κάνουμε να προσπαθήσουν να γίνουν καλοί στη δουλειά τους, για να έχουν πιθανότητες να διοριστούν.

Πρέπει, λοιπόν, να επιστρέψουμε στα βασικά. Να μη γίνεται κανείς διορισμός εκπαιδευτικού χωρίς τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό. Η βάση που υπήρχε στους προηγούμενους διαγωνισμούς πρέπει να καταργηθεί γιατί δεν έχει κανένα νόημα. Χώριζε τους υποψηφίους σε τρεις ομάδες: επιτυχόντες και διοριστέους, επιτυχόντες και μη διοριστέους και αποτυχόντες, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για τέτοιους διαχωρισμούς. Διαγωνισμός σημαίνει ότι έχουμε χ υποψηφίους για ψ θέσεις. Τίποτε άλλο. Δεν αποτελεί αξιολόγηση, ούτε δείχνει ικανότητες. Υπάρχει απλά γιατί δεν γίνεται να διοριστούν όλοι. Η προϋπηρεσία πρέπει να αποτελεί μία σημαντική προσαύξηση στη βαθμολογία του διαγωνισμού.

Δυστυχώς ο διαγωνισμός πολεμήθηκε από την πρώτη στιγμή, από τα τέλη της δεκαετίας του 90, από τις εκπαιδευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, που πάντα απέφευγαν να κάνουν συγκεκριμένες προτάσεις για τον βέλτιστο τρόπο διορισμού, επιμένοντας στα μαξιμαλιστικά συνθήματα κανείς αδιόριστος εκπαιδευτικός, που, δυστυχώς, είναι εκτός πραγματικότητας. Πώς αλλιώς, όμως, μπορεί να επιλεγεί ο ένας από τους τριάντα υποψηφίους που θα διοριστεί;