Η Υπουργός Παιδείας ανήγγειλε με συνέντευξή της την επαναφορά της τράπεζας θεμάτων, που ίσχυσε για μία μόνο χρονιά το 2014. Η τράπεζα θεμάτων είναι ο τρόπος επιλογής των θεμάτων των προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων των τριών τάξεων του Λυκείου. Πρόκειται για μία βάση με πολλά θέματα από όπου επιλέγονται με ηλεκτρονική κλήρωση, δηλαδή με τυχαίο τρόπο, τα θέματα των εξετάσεων. Στη μοναδική της εφαρμογή τα μισά μόνο θέματα επιλέγονταν από την τράπεζα θεμάτων, τα υπόλοιπα τα έβαζαν οι διδάσκοντες, που διόρθωναν και τα γραπτά.
Πρόκειται για μια πολύ καλή ιδέα του ΟΟΣΑ, που σκοπό έχει να πετύχει κάποιας μορφής εξωτερική αξιολόγηση με τον φθηνότερο δυνατό τρόπο. Τα θέματα μπαίνουν τυχαία και η διόρθωση γίνεται από τους διδάσκοντες καθηγητές, που μπορεί με κάποιο τρόπο να ελεγχθούν, δειγματοληπτικά, ως προς τη διόρθωσή τους και έτσι να εξασφαλιστεί κάποια αντικειμενικότητα. Το θέμα είναι αν αντέχουμε αυτή την αντικειμενικότητα ως κοινωνία. Αυτό θα το δούμε παρακάτω.
Η πρώτη εφαρμογή του μέτρου, από τον κ. Αρβανιτόπουλο, έγινε κυριολεκτικά στο πόδι και παραλίγο να καεί οριστικά μια καλή ιδέα. Το αποτέλεσμα της πρώτης εφαρμογής ήταν το 30% των μαθητών μετεξεταστέοι στα Μαθηματικά. Αν τώρα τα θέματα είναι όλα από την τράπεζα θέματα πιθανόν το ποσοστό να είναι μεγαλύτερο, προσεγγίζοντας τα ποσοστά της έρευναςPISA του ΟΟΣΑ, που έδειξε ότι το 30 έως 35% των μαθητών μας είναι στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο σε κάθε ένα από τρία εξεταζόμενα αντικείμενα, την κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, ενώ το 20% βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο και στα τρία αντικείμενα ταυτόχρονα. Ζήτημα πρώτον, λοιπόν, ποιος θα αναλάβει το πολιτικό κόστος της αποκάλυψης με κάθε επισημότητα αυτού που χρόνια κρύβουμε κάτω από το χαλάκι: Τα παιδιά μας βγαίνουν αγράμματα από το σχολείο.
Ας δούμε τα υπέρ και τα κατά της πρώτης εφαρμογής, μήπως και η δεύτερη εφαρμογή είναι πιο πετυχημένη από την πρώτη. Ξεκινάμε με τα θετικά: Κατ’ αρχάς τα παιδιά άρχισαν να διαβάζουν και πάλι γιατί αγχώθηκαν ότι δεν θα περάσουν την τάξη. Ο φόβος δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να διαβάσουν τα παιδιά, αλλά είναι αποτελεσματικός, τη στιγμή που η πειθώ δεν λειτουργεί. Οι καθηγητές έβγαζαν όλη την ύλη που έπρεπε να διδάξουν, γιατί ένιωθαν την πίεση από τους μαθητές, που αγχώνονταν μήπως τεθεί κάποιο θέμα στις εξετάσεις που δεν έχουν διδαχθεί.
Τα αρνητικά ήταν ότι οι μαθητές μέσα στο άγχος τους αρνούνταν να λύσουν οποιαδήποτε άσκηση εκτός της τράπεζας θεμάτων, δείχνοντας αδιαφορία για τη γνώση, προσπαθώντας μόνο να εξασφαλίσουν το καλό αποτέλεσμα. Αυτό το πρόβλημα αναμένουμε να διογκωθεί με το σύστημα εισαγωγής που σχεδιάζεται από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Η βαθμοθηρία θα γίνει ο κανόνας. Το δεύτερο αρνητικό ήταν ότι με ανοιχτό σε όλους το περιεχόμενό της έπρεπε να είναι τόσο πολλές οι ερωτήσεις σε κάθε μάθημα, ώστε να μη μπορούν να τις παπαγαλίσουν οι μαθητές, έφτασαν στο σημείο οι ερωτήσεις να ρωτούν το επουσιώδες και όχι τα σημαντικά πράγματα που έπρεπε να θυμούνται οι μαθητές για την επόμενη τάξη.
Αν η τράπεζα θεμάτων ήταν κλειστή, δίνοντας στη δημοσιότητα ενδεικτικά θέματα από το περιεχόμενό της, που δεν θα μετείχαν στην ηλεκτρονική κλήρωση, το προηγούμενο πρόβλημα θα λυνόταν. Θα προέκυπτε, όμως, ένα άλλο θέμα. Θα εμφανίζονταν πάρα πολλοί που θα ισχυρίζονταν ότι γνωρίζουν το περιεχόμενο της τράπεζας θεμάτων, λέγοντας φυσικά ψέματα. Θα έψαχναν όλοι να βρουν το γνωστό, τον ξάδελφο που έχει πρόσβαση, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ένα παραεμπόριο γύρω από το περιεχόμενο της τράπεζας θεμάτων που θα αναδεικνυόταν… σε ιερό δισκοπότηρο. Πέραν αυτού του κινδύνου, που θεωρώ ότι είναι υπαρκτός, θεωρώ ότι η σωστότερη λύση είναι να είναι κλειστή η τράπεζα θεμάτων για να αποφύγουμε τις παρενέργειες που παρουσιάστηκαν στην πρώτη της εφαρμογή. Ας ελπίσουμε ότι η νέα τράπεζα θεμάτων θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη γιατί η εκπαίδευσή μας δεν έχει άλλα περιθώρια για αποτυχίες.
Του Στράτου Στρατηγάκη
Αφήστε απάντηση.