Οι πανελλήνιες εξετάσεις αποτελούν κομβικό σημείο, ευτυχώς όχι καθοριστικό, στη ζωή του εφήβου. Ολοκληρώνοντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έρχεται η ενηλικίωση και οι δρόμοι με τους συμμαθητές χωρίζουν. Οι πανελλήνιες εξετάσεις δείχνουν το δρόμο που θα τραβήξει ο καθένας τα επόμενα χρόνια. Άλλος πάει σε άλλη πόλη να σπουδάσει, άλλος θα πάει στο εξωτερικό για σπουδές, άλλος θα αναζητήσει εργασία. Είναι προφανής η αγωνία των υποψηφίων για το μέλλον τους και το τεράστιο άγχος των γονιών για την πρόοδο των παιδιών τους, γιατί σχεδόν όλοι οι γονείς έχουν καταλάβει ότι οι σπουδές είναι απαραίτητες για τη ζωή στην κοινωνία που έρχεται.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις και η, μέσω αυτών, εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως ένα από τα λίγα αξιόπιστα συστήματα που έχουμε στην Ελλάδα. Μπορεί να μη είναι δίκαιος ο τρόπος εισαγωγής σε κάποια τμήματα, όμως υπάρχει απόλυτη διαφάνεια. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει επέλθει μια σημαντική αλλαγή, που δεν έχουν προσέξει οι περισσότεροι. Οι υποψήφιοι επιλέγουν λιγότερες σχολές ως πρώτη επιλογή, με αποτέλεσμα να παρατηρείται θεαματική αύξηση του αριθμού των υποψηφίων που δηλώνουν τις περιζήτητες σχολές, όπως βλέπουμε στον πίνακα. Ενδεικτικά να αναφέρουμε την αύξηση των υποψηφίων που δηλώνουν την Ιατρική Αθήνας ως πρώτη τους επιλογή από 896 υποψηφίους το 2008 σε 2545 υποψηφίους το 2017. Αυτός ο συνωστισμός σε λίγες σχολές αυξάνει πολύ τον ανταγωνισμό για την εισαγωγή σε μία από αυτές τις σχολές, με αποτέλεσμα κάθε μόριο σε κάθε μάθημα να είναι κρίσιμο για την εισαγωγή. Ένα λάθος στις πράξεις μπορεί να αφήσει εκτός έναν πολύ καλά προετοιμασμένο υποψήφιο. Τι συμβαίνει, όμως, αν ένα λάθος στη βαθμολόγηση αφήσει, εντελώς άδικα ένα υποψήφιο εκτός;
Είναι αυτονόητο ότι η όλη διαδικασία της εισαγωγής πρέπει να είναι απολύτως αξιόπιστη, αφού η εισαγωγή πολλές φορές κρίνεται σε μονοψήφιο αριθμό μορίων. Δυστυχώς στη διαδικασία εισαγωγής υπάρχουν σημεία που χρήζουν άμεση βελτίωση, αφού καμία αλλαγή δεν έγινε τα τελευταία χρόνια παρά τη μεγάλη αύξηση του ανταγωνισμού, που απαιτεί καλύτερες διαδικασίες. Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Όσο μικρότερης έκτασης είναι η εξεταστέα ύλη τόσο πιο δύσκολο είναι να τεθούν θέματα κατάλληλα για το διαχωρισμό των αρίστων από τους πολύ καλούς, γιατί γι’ αυτό γίνονται οι πανελλήνιες εξετάσεις. Η μικρής έκτασης ύλη φέρνει εξεζητημένης δυσκολίας θέματα που χρειάζονται περίεργα τεχνάσματα για την επίλυσή τους, γεγονός που σκοτώνει τη γνώση.
Μεγάλο πρόβλημα υπάρχει και στη διόρθωση των γραπτών. Η κεντρική επιτροπή εξετάσεων δεν δίνει λύσεις των θεμάτων λέγοντας ότι κάθε λύση επιστημονικά τεκμηριωμένη είναι δεκτή. Σωστά, αλλά έπρεπε να δίνει λύσεις μοριοδοτημένες. Αυτό σημαίνει να ορίζεται ότι αν κάποιος υποψήφιος φτάσει μέχρι εκείνο το σημείο θα πάρει τόσα μόρια, αν προχωρήσει μέχρι εκεί θα πάρει τόσα επιπλέον μόρια και ούτω καθεξής, χωρίς, βέβαια να αμφισβητείται η ορθότητα άλλων λύσεων. Αυτή η διαδικασία γίνεται σε κάθε βαθμολογικό κέντρο χωριστά, με αποτέλεσμα μην γνωρίζουμε αν διορθώνουν με τον ίδιο τρόπο στη Σπάρτη και στα Τρίκαλα.
Η αναβαθμολόγηση των γραπτών γίνεται αυτόματα αν η διαφορά των δύο βαθμολογητών είναι μεγαλύτερη από 12 μόρια στα 100. Η επιτρεπτή απόκλιση 12% στη βαθμολόγηση των δύο βαθμολογητών είναι ανεπίτρεπτα μεγάλη, κατά τη γνώμη μου, όταν ο ανταγωνισμός για μια θέση στις περιζήτητες σχολές είναι τόσο οξύς. Ο τρόπος που υπολογίζεται ο βαθμός όταν εμπλέκονται τρεις βαθμολογητές είναι και αυτός λάθος, αφού μετράνε οι δύο υψηλότεροι και όχι οι δύο πλησιέστεροι, όπως θα ήταν το σωστό.
Η δημιουργία του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων, που θεσπίστηκε με το νόμο 4186/2013 για το Νέο Λύκειο του κ. Αρβανιτόπουλου δεν έφερε τις αναμενόμενες βελτιώσεις, όπως αναμέναμε από τον ιδρυτικό του νόμο. Ως αποστολή του οριζόταν, μεταξύ άλλων: «η αξιολόγηση των διαδικασιών των εξετάσεων ετησίως και η σύνταξη και υποβολή θεσμικών προτάσεων βελτίωσης της ποιότητας των διαδικασιών των Εξετάσεων». Δυστυχώς δεν είδαμε τίποτα από όλα αυτά να υλοποιείται. Η διαδικασία των εξετάσεων παραμένει αμετάβλητη πολλά χρόνια τώρα, ενώ οι ανάγκες έχουν αλλάξει.
Απαραίτητο είναι πια να δημιουργηθεί σώμα βαθμολογητών που θα αναλάβουν τη διόρθωση των γραπτών, αφού εκπαιδευτούν σ’ αυτό, όχι όπως τώρα που η διόρθωση είναι υποχρεωτική για όλους τους καθηγητές της κάθε ειδικότητας. Ο τρόπος εξέτασης των μαθημάτων πρέπει να αλλάξει με δύο ζητούμενα. Τον περιορισμό έως την εξάλειψη της παπαγαλίας και τη μικρότερη δυνατή απόκλιση των βαθμών. Στη Νέα Ελληνική Γλώσσα αναβαθμολογήθηκαν 9.804 γραπτά σε σύνολο 81.515 γραπτών. Όταν η ζήτηση για τις σχολές έχει γίνει τόσο υψηλή είναι παράλογα μεγάλος ο αριθμός των γραπτών που έχουν απόκλιση μεγαλύτερη από 12%. Τι γίνεται με τα γραπτά που έχουν απόκλιση 5-12% για παράδειγμα; Δεν γνωρίζουμε τον αριθμό τους και πρέπει να είναι πολλά. Θεωρώ ότι οποιαδήποτε απόκλιση πάνω από 5% αδικεί κάποιους υποψηφίους. Αυτό πρέπει να βελτιωθεί επειγόντως. Το οφείλουμε στα παιδιά μας, να τους παρέχουμε όσο δυνατό πιο αξιόπιστα μέτρα για την επιτυχία στο όνειρό τους.
Μελέτη: Στράτος Στρατηγάκης
Αφήστε απάντηση.