Διαχείριση και ποιότητα προσωπικού
18 Νοεμβρίου, 2017 | Συντάκτης: Δημήτρης
Σημαντικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης επιχειρεί ο Υπουργός Παιδείας, που θα αλλάξουν την εκπαίδευση μακροπρόθεσμα. Εκτός από τις συγχωνεύσεις των Πανεπιστημίων με τα ΤΕΙ, αλλαγές προωθούνται και στο διδακτικό προσωπικό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η διαχείριση του προσωπικού στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι ένα από τα μεγάλα αγκάθια στον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσής μας. Υπάρχουν πολλές ειδικότητες, μερικές φορές χωρίς λόγο ύπαρξης. Με την αλόγιστη ίδρυση τμημάτων στα ΑΕΙ τη δεκαετία του 2000, προέκυπταν τμήματα με πτυχιούχους που δεν είχαν διέξοδο σε κανένα επάγγελμα. Έφτιαχναν ένα κωδικό και επέτρεπαν στους πτυχιούχους του τμήματος να προσλαμβάνονται στην εκπαίδευση. Έτσι έχουμε πάρα πολλές ειδικότητες που δημιουργούν μεγάλο πρόβλημα στη διαχείριση του προσωπικού, αφού είναι δύσκολο να συμπληρώσουν το ωράριό τους σε ένα σχολείο με αποτέλεσμα να τρέχουν σε δύο και τρία σχολεία, να μην ανήκουν πουθενά και να είναι κομήτες.
Οι λύσεις είναι δύο: Μαζικές συγχωνεύσεις σχολείων ή αλλαγή του τρόπου διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού. Τις συγχωνεύσεις δοκίμασε η κ. Διαμαντοπούλου, αλλά δεν μπορούν να είναι μαζικές γιατί τα κτίρια των σχολείων μας είναι μικρά. Σχεδιάστηκαν και χτίστηκαν για να φιλοξενούν 300 μαθητές κατά μέσο όρο και όχι 3.000 μαθητές που έχουν αρκετά σχολεία στην Ευρώπη. Αφού το μέγεθος των σχολείων θα είναι μικρό η υπερεξειδίκευση των καθηγητών είναι δύσκολη, γιατί δεν μπορούν να συμπληρώσουν το ωράριό τους σε ένα μικρό σχολείο. Δηλαδή δεν μπορεί ένα μικρό σχολείο να απασχολήσει πλήρως ένα φυσικό, ένα χημικό και ένα βιολόγο. Η λύση είναι ένας καθηγητής να μπορεί να διδάσκει και φυσική και χημεία και βιολογία, για παράδειγμα. Αυτό δεν είναι εφικτό με τα σημερινά προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων μας. Συνεπώς πρέπει να αλλάξει η εκπαίδευση των καθηγητών, ώστε οι μελλοντικοί απόφοιτοι να έχουν τη δυνατότητα να διδάσκουν πολλαπλά διδακτικά αντικείμενα και να γίνει πιο εύκολη η διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Βραχυπρόθεσμα θα αναγκαστεί το Υπουργείο να εφαρμόσει αυτή τη διαδικασία με τους υπάρχοντες καθηγητές, που πολλές φορές δεν έχουν διδαχθεί ποτέ το επιστημονικό αντικείμενο που θα κληθούν να διδάξουν. Οι φυσικοί, για παράδειγμα, δεν έχουν διδαχθεί βιολογία, συνεπώς θα είναι δύσκολο να διδάξουν κάτι που δεν γνωρίζουν καθόλου. Καταλαβαίνουμε ότι όσο φιλότιμες προσπάθειες και να κάνουν το αποτέλεσμα θα είναι κακό. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό ότι οι καθηγητές στα σχολεία γερνάνε επικίνδυνα, έχουν δηλαδή λιγότερες δυνατότητες προσαρμογής σε νέα δεδομένα, το πρόβλημα μπορεί να γίνει πολύ μεγάλο. Μετά θα απορούν όλοι γιατί τρέχουν τα παιδιά στα φροντιστήρια. Γιατί δεν θα μπορούν να κάνουν αλλιώς. Όλα όσα γίνονται απότομα, υπό το κράτος του πανικού, έχει αποδειχθεί ότι χειροτερεύουν τα πράγματα.
Το θέμα της ποιότητας της διδασκαλίας είναι πολύ μεγάλο. Το Υπουργείο προσπαθεί να το λύσει με το πιστοποιητικό της διδακτικής και παιδαγωγικής επάρκειας. Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής πρότεινε ένα τρόπο εκπαίδευσης των νέων καθηγητών που θα καλύπτει το πρόβλημα των πολλαπλών διδακτικών αντικειμένων και θα δίνει και το πιστοποιητικό διδακτικής και παιδαγωγικής επάρκειας. Πέρα από τις όποιες αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς στο συγκεκριμένο σχέδιο, που έτσι κι αλλιώς είναι απλώς μία πρόταση, το θέμα είναι να κατανοήσουμε ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει εκπαίδευση των καθηγητών στα παιδαγωγικά και τη διδακτική, γιατί τα προβλήματα που καλούνται να λύσουν γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Πριν είκοσι χρόνια ο τότε Υπουργός Παιδείας κ. Αρσένης είχε προσπαθήσει να καθιερώσει ως προαπαιτούμενο για το διορισμό το πιστοποιητικό διδακτικής και παιδαγωγικής επάρκειας, αλλά οι αντιδράσεις ήταν τόσες πολλές που το σχέδιο ναυάγησε. Έτσι χάσαμε είκοσι (!) χρόνια.
Την αναγκαιότητα του πιστοποιητικού μπορούμε να καταλάβουμε αν δούμε τα προγράμματα σπουδών των Πανεπιστημίων μας. Στο τμήμα Μαθηματικών του ΑΠΘ, για παράδειγμα, το πρόγραμμα σπουδών δίνει τις γνώσεις μαθηματικών που χρειάζεται ένας επιστήμονας και μάλιστα συνδέεται και με άλλες επιστήμες, όπως η πληροφορική και τα οικονομικά και πράγματι ο επιστήμονας που έχει αυτές τις γνώσεις μπορούμε να πούμε ότι κατέχει τα βασικά της επιστήμης του. Από αυτό το σημείο μέχρι να έχει άδεια διδασκαλίας η απόσταση είναι τεράστια. Μπορεί κάποιος να αποδειχθεί εξαίρετος δάσκαλος ή απολύτως ανεπαρκής. Το ότι ξέρει μαθηματικά δεν σημαίνει ότι μπορεί να τα διδάξει κιόλας. Το τμήμα το μόνο εφόδιο που του δίνει είναι ένα μάθημα επιλογής διδακτικής των μαθηματικών και τίποτε άλλο. Με αυτά τα εφόδια ένα πτυχιούχος μαθηματικών δεν θα έπρεπε να παίρνει άδεια διδασκαλίας. Οι λύσεις είναι δύο: Ή το τμήμα Μαθηματικών να υποχρεωθεί να εντάξει στο πρόγραμμα σπουδών του και μία κατεύθυνση για καθηγητές και μόνο όσοι τελειώνουν αυτή την κατεύθυνση να αποκτούν άδεια διδασκαλίας ή την εκπαίδευση στη διδακτική και τα παιδαγωγικά να αναλάβει άλλος φορέας. Εδώ το πρόβλημα είναι ότι θα οδηγηθούμε σε σπουδές 5 ετών για να γίνει κάποιος καθηγητής.
Βραχυπρόθεσμα, οι έχοντες ήδη πτυχίο θα πρέπει να παίρνουν το πιστοποιητικό με εκπαίδευση μετά το διορισμό τους, γιατί δεν μπορείς να στέλνεις ανθρώπους που κατέχουν ήδη άδεια διδασκαλίας να εκπαιδεύονται ένα χρόνο και να ξοδεύουν τόσα χρήματα, για να αποκτήσουν ξανά την άδεια διδασκαλίας που τους αφαίρεσες, και μάλιστα, χωρίς να ξέρουν αν οι κόποι τους θα πιάσουν τόπο. Προτιμότερο θα ήταν μετά το διορισμό τους να περάσουν αυτή την εκπαίδευση, όπως θα έπρεπε να περάσουν παρόμοια εκπαίδευση και οι εκπαιδευτικοί που ήδη διδάσκουν στα σχολεία.
Η διαχείριση και η ποιότητα του προσωπικού είναι το μεγαλύτερο ζήτημα της εκπαίδευσής μας, γιατί καμία αλλαγή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς τη στήριξη των εκπαιδευτικών της τάξης. Και για να στηρίξουν οι εκπαιδευτικοί μία αλλαγή εκτός από τη θέληση πρέπει να έχουν και τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στα νέα πράγματα. Αν δεν τη έχουν και δεν φροντίσεις να την έχουν με την έναρξη εφαρμογής των νέων προγραμμάτων, τότε χειροτερεύεις τα πράγματα αντί να τα βελτιώσεις. Αυτή είναι η ιστορία της εκπαίδευσής μας τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια.