Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης PISA, που διενήργησε ο ΟΟΣΑ σε 75 χώρες, έδωσε στη χώρα μας απογοητευτικά αποτελέσματα για τις επιδόσεις των 15άρηδων. Είναι, προφανώς, δύσκολο να αποτιμήσεις τα εκπαιδευτικά συστήματα τόσων πολλών και διαφορετικών χωρών. Μπορεί, συνεπώς, η εικόνα να μην είναι ακριβής.
Αρκετοί ισχυρίζονται ότι η αξιολόγηση PISA εστιάζει κυρίως σε δεξιότητες, που δεν καλλιεργεί το Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα, γιατί είναι εστιασμένο στη γνώση. Έχει μια αλήθεια αυτός ο ισχυρισμός, αλλά όποιος πραγματικά έχει τις γνώσεις μπορεί να τις χρησιμοποιήσει στην πράξη για να λύσει καθημερινά προβλήματα. Ή μήπως αν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του αυτές είναι άχρηστες και συνεπώς είναι σα να μην υπάρχουν; Το σχολείο μας έχει τη λογική “πες μου το μάθημα”, ενώ η σύγχρονη εκπαίδευση έχει τι λογική “πες μου τι μπορείς να κάνεις μ’ αυτά που έμαθες”. Αυτή η διαφορά λογικής ανάμεσα στο Ελληνικό σχολείο και την αξιολόγηση PISA, ευθύνεται ισχυρίζονται κάποιοι για τα πενιχρά αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών στην αξιολόγηση.
Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης για το 2015 έδειξαν ότι το ποσοστό των μαθητών μας που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο 2, σε σύνολο 6 επιπέδων είναι στις Φυσικές Επιστήμες 32,7%, στα Μαθηματικά 35,8% και στην κατανόηση κειμένου είναι 31,92%. Η έρευνα έγινε σε μαθητές της Α Λυκείου, σε δημόσια και ιδιωτικά Λύκεια Γενικά και Επαγγελματικά.
Στο ερώτημα κατά πόσο αυτά τα αποτελέσματα αντανακλούν την πραγματικότητα, την απάντηση, πιστεύω, θα μας δώσουν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων Εξετάσεων. Να θυμηθούμε ότι οι Πανελλήνιες Εξετάσεις διενεργούνται με σαφώς καθορισμένη ύλη μέσα από τα σχολικά βιβλία και περικλείουν όλη τη φιλοσοφία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Τα θέματα είναι διαβαθμισμένης δυσκολίας κάνοντας την επίτευξη του 10 εύκολη, αλλά τις άριστες επιδόσεις δύσκολες. Ακόμη δεν εξετάζονται όλοι οι μαθητές σε όλα τα μαθήματα. Το μόνο κοινό για όλους είναι η Νεοελληνική Γλώσσα.
Οι μαθητές που εξετάζονται στα Μαθηματικά και τη Φυσική είναι οι μαθητές που επέλεξαν τα Μαθηματικά και τη Φυσική, θεωρώντας αυτά ως το δυνατό τους σημείο. Επίσης σ’ αυτές τις πανελλήνιες εξετάσεις δεν έχουν εξεταστεί οι μαθητές των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑ.Λ.), που διαγωνίζονται σε χωριστές πανελλήνιες εξετάσεις. Τα αποτελέσματα, δηλαδή, αφορούν στην αφρόκρεμα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, τους μαθητές των Γενικών Λυκείων που εξετάστηκαν στα μαθήματα επιλογής τους.
Βλέπουμε ότι στη Φυσική κατεύθυνσης από το 2011 έως το 2015 το ποσοστό των μαθητών που έγραψαν κάτω από τη βάση ήταν από 60 έως 70%, δηλαδή από 28.000 έως 34.000 μαθητές. Το 2016 εξετάστηκαν πολλοί λιγότεροι και τα θέματα ήταν εξαιρετικά εύκολα γι αυτό σημειώθηκαν καλύτερες επιδόσεις.
Στα Μαθηματικά το ποσοστό αποτυχίας ήταν από 51,73% έως 69,80% τις ίδιες χρονιές, δηλαδή κάτω από τη βάση έγραψαν από 25.000 μέχρι 33.000 μαθητές.
Στη Νεοελληνική γλώσσα τα ποσοστά, ευτυχώς, είναι μικρότερα από 12,03% έως 22,82%.
Στον πίνακα βλέπουμε ότι οι μαθητές της Γ Λυκείου που έχουν κακές επιδόσεις στα Μαθηματικά και τη Φυσική είναι περίπου 30.000. Αν συνυπολογίζαμε και τους μαθητές της θεωρητικής κατεύθυνσης, προφανώς οι αριθμοί θα ήταν πολύ μεγαλύτεροι. Και στην αξιολόγηση PISA το ποσοστό των μαθητών της Α Λυκείου που έχουν κακές επιδόσεις στα Μαθηματικά και τη Φυσική είναι πάνω από το 30%, δηλαδή περίπου 30.000 μαθητές και λίγο λιγότεροι στην κατανόηση κειμένου.
Τελικά όπως και να το δούμε είτε μέσω του προγράμματος PISA είτε μέσω των Πανελληνίων Εξετάσεων τα αποτελέσματά μας είναι απογοητευτικά και κανείς δεν συζητά το πρόβλημα. Να ξεκαθαρίσουμε ότι το πρόβλημα δεν λύνεται επαναφέροντας τη βάση του 10, που απλά είναι ένας “κόφτης”. Επίσης το πρόβλημα δεν λύνεται αλλάζοντας το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, που είναι ένα τεχνικό ζήτημα με σκοπό να είναι δίκαιο, αλλά εκπαιδεύοντας τα παιδιά μας, αφού πρώτα καθορίσουμε τι πρέπει να γνωρίζουν ολοκληρώνοντας τη φοίτησή τους στη μέση εκπαίδευση.
Του Στράτου Στρατηγάκη
Αφήστε απάντηση.